απόβαρο — Η διαφορά ανάμεσα στο μεικτό βάρος ενός συσκευασμένου εμπορεύματος και το καθαρό (πραγματικό) βάρος του. Το α. που λέγεται και τάρα, υπολογίζεται με ζύγισμα των κενών δοχείων ή με υπολογισμό του βάρους τους ή ακόμα και με προσυμφωνία ανάμεσα στον … Dictionary of Greek
τάρα — (I) και ντάρα, η, Ν 1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο 2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» ζυγίζω το απόβαρο β) «βγάζω την τάρα» αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος γ) «μάς βγάλανε ντάρα» μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς… … Dictionary of Greek
αποσταθμώ — (Μ ἀποσταθμῶ, άω) ζυγίζω κάτι και αφαιρώ το απόβαρο από το ολικό του βάρος … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
νέτος — η, ο θηλ. και α (Μ νέτος) 1. (για θάλασσα) καθαρή, χωρίς ξέρες, σκοπέλους ή άλλα εμπόδια 2. (για νησί) αυτό που η θάλασσα γύρω του δεν έχει ξέρες ή άλλα εμπόδια 3. (για πρόσ.) αυτός που δεν συναντά ξέρες ή άλλα εμπόδια στο ταξίδι του, σίγουρος,… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… … Dictionary of Greek
ωφέλιμος — η, ο / ὠφέλιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και ίμη, ΜΑ 1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το… … Dictionary of Greek
ντάρα — ντάρα, η και τάρα, η (λ. ιταλ.), το απόβαρο: Πάρε την ντάρα του δοχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάρα — τάρα, η και ντάρα, η (λ. ιταλ.), απόβαρο: Αφαιρώ από το βάρος την τάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)